- ιχώρ
- Ονομασία του υγρού που κυλούσε στις φλέβες των θεών των αρχαίων Ελλήνων και, σύμφωνα με τη μυθολογία, διέφερε από το αίμα των κοινών θνητών.
* * *ὁ (Α ἰχώρ)ιατρ. πυώδης δύσοσμη ύλη που παράγεται κατά τη σήψη τών ιστών, το πύοναρχ.1. αιθέριος χυμός που ρέει στις φλέβες τών θεών2. το υδατώδες μέρος τών ζωικών χυμών, π.χ. τού αίματος, τής χολής κ.λπ.3. τυρόγαλα4. το υγρό που τρέχει από μισοψημένο κρέας, όταν τό τεμαχίζει κάποιος5. (για τα φύλλα) χυμός6. το δηλητήριο τών φιδιών7. η νάφθα, που θεωρούνταν, σύμφωνα με τον θρύλο, ότι οφείλεται στη σήψη τών πτωμάτων τών Γιγάντων8. τα υγρά που ρέουν κατά τον τοκετό9. το αίμα («πρὶν καταλῆξαι τὸ παλαιὸν ἄχος, νέος ἰχώρ», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από ένα αρχ. ουδ. τής ΙΕ. Παραμένουν αβέβαιες τόσο η σύνδεση τής λ. ἰχώρ με ἰκμάς, ἶχαρ, ἰχανῶ όσο και η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από τη χεττ. λ. ešhar].
Dictionary of Greek. 2013.